στο ντούκου

στο ντούκου
во  молк

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ντούκου — επίρρ. 1. τοις μετρητοίς 2. φρ. α) «περνώ κάτι στο ντούκου» δεν τό εξετάζω δεν τό υπολογίζω, τό παραβλέπω β) «[πάω] ντούκου» (σε χαρτοπαίγνιο) παραιτούμαι, παραχωρώ τη σειρά μου στον επόμενο παίκτη. [ΕΤΥΜΟΛ. τουρκ. πιθ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”